- ταχύπτερος
- -η, -ο /ταχύπτερος,-ον, ΝΑ, και ταχύφτερος Ναυτός που κινεί τις φτερούγες του γρήγορα, που πετά γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ὠκύ-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχύπτερος — swift winged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπτερον — ταχύπτερος swift winged masc/fem acc sg ταχύπτερος swift winged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπτέροις — ταχύπτερος swift winged masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπτεροι — ταχύπτερος swift winged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… … Dictionary of Greek
βραχύπτερος — η, ο (Α βραχύπτερος, ον) (για πτηνά) αυτός που έχει μικρά φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + πτερος < πτερόν (πρβλ. πυκνόπτερος, ταχύπτερος, ωκύπτερος)] … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχύφτερος — η, ο, Ν βλ. ταχύπτερος … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek